- ναυκρατικός
- ναυκρατικός, -ή, -όν (Α) [Ναύκρατις]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Ναύκρατι ή στους Ναυκρατίτες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ναυκρατιτικός — ναυκρατιτικός, ή, όν (Α) [Ναύκρατις] ο ναυκρατικός … Dictionary of Greek